- ινίο
- τοτο πίσω μέρος του κρανίου που βρίσκεται ακριβώς πάνω από τον αυχένα, σνίχι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ινίο — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 230 μ., 370 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μονοφατσίου του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται ΝΑ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αρκαλοχωρίου. * * * το (ΑΜ ίνίον) [ις (Ι)] το πίσω και κάτω μέρος τής κεφαλής … Dictionary of Greek
ινιακός — ή, ό ανατ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ινίο, δηλ. στο πίσω κάτω μέρος τού κρανίου 2. φρ. «ινιακό οστό» άζυγο μεσαίο οστό που σχηματίζει το οπίσθιο μέρος τού κρανίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. occipital < λατ.… … Dictionary of Greek
ίνα — Πρώτη ύλη της υφαντουργικής βιομηχανίας, η οποία αποτελείται από νηματοειδή υλικά, τεχνητά ή συνθετικά, που έχουν τα κατάλληλα χαρακτηριστικά μήκους, αντοχής και ελαστικότητας, για να είναι δυνατός o μετασχηματισμός τους σε νήματα (κλωστές) και… … Dictionary of Greek
αντικέφαλον — ἀντικέφαλον, το (Μ) το πίσω μέρος του κεφαλιού, το ινίο … Dictionary of Greek
αντικούτικας — ο η βάση της κεφαλής, το ινίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + κούτικας «ο αυχένας»] … Dictionary of Greek
αυχένας — I (Γεωγρ.). Όρος με πολλά συνώνυμα (που κάποτε αποτελούν τοπικούς ιδιωματισμούς: διάσελο, δερβένι κλπ.), ο οποίος χαρακτηρίζει ένα χαμηλό σημείο κορυφογραμμής ανάμεσα σε δύο υψώματα. Μέσω αυτών προσδιορίζονται μεταξύ άλλων και τα διάφορα τμήματα… … Dictionary of Greek
ιδιωτεία — Μεγάλου βαθμού νοητική καθυστέρηση (δείκτης νοημοσύνης έως 20). Η διαφοροδιάγνωσή της από την αμέσως προηγούμενη σε σοβαρότητα ηλιθιότητα είναι δύσκολη. Προκαλείται από διάφορες αιτίες –κληρονομικές ή συγγενείς– ή είναι το αποτέλεσμα των παθήσεων … Dictionary of Greek
ινιοαυχενικός — ή, ό ανατ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ινίο και στον αυχένα … Dictionary of Greek
ινιοβρεγματικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ινίο και στο βρέγμα … Dictionary of Greek
κούτικας — και ακούτικας, ο αυχένας, σβέρκος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ., πιθ. < κόττικοι «περικεφαλαίες» (Ησύχ.) ή < αρχ. κοττίς «κεφαλή, ινίο», με κώφωση ( ο > ου ) στον τ. ακούτικας εμφανίζεται ανάπτυξη α ] … Dictionary of Greek